- πτώχευση
- (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και ο αποθανών έμπορος –αν είχε διακόψει τις πληρωμές του όσο ζούσε– σε προθεσμία ενός έτους από τον θάνατό του. Η π. κηρύσσεται από το πρωτοδικείο, έπειτα από τη δήλωση που οφείλει να καταθέσει αυθημερόν στον γραμματέα του δικαστηρίου ο έμπορος που παύει τις πληρωμές του ή μετά από αίτημα ενός από τους πιστωτές ή και αυτεπάγγελτα. Το θέμα της π. ρύθμιζαν αρχικά οι διατάξεις του τρίτου βιβλίου του Εμπορικού Νόμου (άρθρ. 525-677 ή νέου 437-589), τις οποίες αντικατέστησαν ο ν. ΨΛΣΤ’ του 1878, καθώς και νεότερα νομοθετήματα, όπως ο α.ν. 635 του 1937. Πολλές διατάξεις του A.K. περιλαμβάνουν ύλη που ενδιαφέρει το πτωχευτικό δίκαιο, ενώ, εξάλλου, πολλοί νόμοι ρυθμίζουν ειδικές περιπτώσεις.
Προϋποθέσεις της π. είναι: α) η εμπορική ιδιότητα, η οποία ερμηνεύεται με αρκετή ευρύτητα για να περιλάβει και πρόσωπα που ασκούν κατ’ επάγγελμα εμπορικές πράξεις, παρά το γεγονός ότι το κύριο επάγγελμά τους είναι ασυμβίβαστο προς την εμπορία, π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι. Σε π. κηρύσσεται και η παντρεμένη γυναίκα, αν ασκεί εμπόριο χωριστό από του συζύγου της. Σε π. μπορούν να κηρυθτούν και νομικά πρόσωπα, όπως οι εμπορικές εταιρείες· σε περίπτωση π. ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας πτωχεύουν αυτοδικαίως και ο ομόρρυθμοι εταίροι. Οι μέτοχοι και οι διοικητές ανώνυμης εταιρείας δεν πτωχεύουν αν κηρυχυεί σε π. η ανώνυμη εταιρεία, αλλά ούτε και το αντίθετο συμβαίνει. Οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι οι αφανείς, δεν μπορούν να κηρυχθούν σε π.· β) για να κηρυχθεί ένας έμπορος σε κατάσταση π., πρέπει να έχει διακόψει την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων εμπορικών χρεών του (ενδεχομένως έστω και ενός μόνο χρέους). Δεν θεωρείται διακοπή πληρωμής η απλή καθυστέρηση της καταβολής εξαιτίας παροδικής ταμειακής δυσχέρειας. Εξάλλου, μπορεί να κηρυχθεί σε π. και έμπορος με ενεργητικό ανώτερο από το παθητικό όταν έχει γίνει πραγματική αναστολή πληρωμών σύμφωνα με τα παραπάνω.
Σκοπός της π. είναι να γίνει εκκαθάριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα και διανομή του προϊόντος ανάλογα με τις απαιτήσεις κάθε πιστωτή, αλλά με προτίμηση των πιστωτών που έχουν ασφαλιστεί εμπραγμάτως ή ανήκουν σε κατηγορία προνομιούχων πιστωτών. Έτσι, προβλέπεται η προνομιακή πληρωμή, βάσει γενικού προνομίου, των απαιτήσεων του Δημοσίου, των απαιτήσεων από μισθούς. Όσοι έχουν απαιτήσεις με εμπράγματη ασφάλεια (ενέχυρο, υποθήκη) ικανοποιούνται ως μη πτωχευτικοί πιστωτές –δηλαδή κατά προτίμηση– μέχρι την αξία του αντικειμένου, και για το επιπλέον κατάσσονται μεταξύ των πτωχευτικών πιστωτών. Για να πραγματοποιηθούν οι σκοποί της π., οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπουν την κατάθεση του ισολογισμού και των εμπορικών βιβλίων του πτωχεύσαντα, το διορισμό εισηγητή-δικαστή και την επίθεση σφραγίδων επί των στοιχειών της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και την περιληπτική δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων στο Δελτίο του Ταμείου Συντάξεων Νομικών. Εναντίον των δικαστικών αποφάσεων που κηρύσσουν την π. και ορίζουν το χρόνο παύσης, των πληρωμών, χωρούν τα ένδικα μέσα της ανακοπής και της έφεσης. Την επιμέλεια και διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας –που αφαιρείται ολοκληρωτικά από τον πτωχεύσαντα– αναλαμβάνει ο προσωρινός αρχικά σύνδικος (διορίζεται από το δικαστήριο ύστερα από έκθεση του εισηγητή και αφού ακουστεί η γνώμη των πιστωτών) ή ο σύνδικος της ένωσης των πιστωτών, που λαμβάνει χώρα αν οι πιστωτές δεν καταλήξουν σε συμβιβασμό με τον πτωχεύσαντα. Ο σύνδικος ασκεί τα δικαιώματα του πτωχεύσαντα και εκπροσωπεί, ενεργητικά και παθητικά, την ομάδα των δανειστών. Δεν είναι όμως έμπορος και εμφανίζεται ως εκτελεστής των εντολών της δικαστικής αρχής, και μπορεί να του καταβληθεί και αντιμισθία. Στα έργα του σσυνδίκου περιλαμβάνεται η ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε, η ενέργεια της αποσφράγισης των περιουσιακών στοιχείων η λήψη συντηρητικών μέτρων κλπ. Η συνέλευση των πιστωτών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία της π. Ειδικότερα μπορεί –κατά πλειοψηφία– να προβεί σε συμβιβασμό, με την κατάρτιση του οποίου τερματίζεται η π. και διαλύεται η ομάδα των δανειστών. Ο νόμος προβλέπει εξάλλου ότι το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παύση των εργασιών της π. εξαιτίας έλλειψης χρημάτων. Η κήρυξη εμπόρου σε κατάσταση π. έχει σοβαρές συνέπειες γι’ αυτόν. Εκτός από τη στέρηση της διαχείρισης, της περιουσίας του και την εγγραφή του σε μητρώο του πρωτοδικείου, στερείται του εκλογικού δικαιώματος, και ενεργητικού και παθητικού, δεν μπορεί να ασκεί το λειτούργημα δημόσιου, δημοτικού ή κοινοτικού υπάλληλου, ούτε να διορίζεται δικηγόρος, σύνδικος ή ένορκος. Άτομο που πτώχευσε μπορεί να αποκατασταθεί στις εξής περιπτώσεις: α) μετά πάροδο δεκαετίας από την κήρυξη της π.· β) αν μεσολάβησε πτωχευτικός συμβιβασμός· γ) αν εξόφλησε το κεφάλαιο και τους τόκους των χρεών ως την ημέρα της π. Σε περίπτωση καταδίκης για δόλια χρεοκοπία, η πτωχευτική αποκατάσταση επιτρέπεται μόνο αν έγινε ποινική αποκατάσταση του καταδικασθέντα. Δυνητική είναι εξάλλου για τον δικαστή η αποκατάσταση του καταδικασθέντα για απλή χρεοκοπία.
«Ο φτωχός ψαράς». Πίνακας του Πυβί ντε Σαβάν (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
* * *και φτώχεψη, η, Ν1. η κατάσταση εκείνου που έχει πτωχεύσει, χρεωκοπία, φαλιμέντο, φαλίρισμα2. (νομ. -οικον.)η νομική κατάσταση τού εμπόρου ο οποίος αδυνατεί, μονίμως και ολοσχερώς, να ικανοποιήσει τους δανειστές του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχεύω. Η λ., στον λόγιο τ. πτώχευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.